Γκουαρνέρι

Γκουαρνέρι
(Guarneri).Οικογένεια Ιταλών οργανοποιών από την Κρεμόνα. Πρεσβύτερος της οικογένειας υπήρξε ο Αντρέα (Andrea, Κρεμόνα 1626-1698). Μαθητής αρχικά του Νικόλα Αμάτι, διάσημου οργανοποιού από την Κρεμόνα, απομακρύνθηκε αργότερα από τη σχολή του, κατασκευάζοντας βιολιά λεπτότερα και πιο κομψά, χάρη στη μικρότερη κυρτότητα του ηχείου τους. Από τους δύο γιους του, ο Πιέτρο (Pietro, Κρεμόνα 1655−1730;) απομακρύνθηκε από τη σχολή των Αμάτι και κατόρθωσε να κατασκευάσει όργανα που φημίζονται ιδιαίτερα για τη λεπτότητα του ήχου τους. Ο δεύτερος, ο Τζουζέπε (Giuseppe, Κρεμόνα 1664-1739;) προτίμησε, αντίθετα, να επιστρέψει στην παράδοση της Κρεμόνα. Ωστόσο το διασημότερο μέλος της οικογένειας ήταν ο Τζουζέπε-Αντόνιο (Giuseppe-Antonio, Κρεμόνα 1687-1745;), που επονομάζεται και Γκουαρνέρι του Ιησού, από τη συνήθεια που είχε να κολλά στο εσωτερικό των οργάνων που κατασκεύαζε ετικέτες με τα γράμματα JHS. Ο Τζουζέπε-Αντόνιο ανύψωσε την τέχνη της οργανοποιίας σε υψηλότατο επίπεδο, κατασκευάζοντας όργανα ανεκτίμητης αξίας για την ποιότητα του ξύλου και του βερνικιού, για την κομψότητα του σχήματος και για την πληρότητα του ήχου, ιδιότητα που τα έκανε περιζήτητα, ιδιαίτερα στην περίοδο του ρομαντισμού. Βιολί του Αντρέα Γκουαρνέρι, κατασκευασμένο την εποχή κατά την οποία ο σπουδαίος οργανοποιός βρισκόταν υπό την επίδραση του δασκάλου του Νικόλα Αμάτι. Βιολοντσέλο του Πιέτρο Γκουαρνέρι (μουσείο Μουσικών Οργάνων, Μιλάνο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βιολί — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (σολ, ρε, λα, μι),που κουρδίζονται κατά πέμπτες. Η προέλευσή του, όπως άλλωστε και όλων των οργάνων με τόξο, είναι αβέβαιη. Ίσως να προέρχεται απότο αραβικό ρεμπάμπ, που έγινε γνωστό στην… …   Dictionary of Greek

  • Κρεμόνα — (Cremona). Πόλη (70.887 κάτ. το 2001) της βόρειας Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.771 τ. χλμ., 334.087 κάτ.) στην περιοχή της Λομβαρδίας. Είναι χτισμένη στην ανατολική όχθη του ποταμού Πάδου. Αποτελεί πολυσύχναστο εμπορικό κέντρο, με …   Dictionary of Greek

  • Γκουαρντίνι, Ρομάνο — (Romano Guardini, Βερόνα 1885 – Μόναχο 1968).Γερμανός κληρικός και συγγραφέας ιταλικής καταγωγής. Καθηγητής της χριστιανικής (καθολικής) φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου (1923), καταδιώχτηκε από τους ναζί και υποχρεώθηκε να διακόψει τη… …   Dictionary of Greek

  • Στραντιβάριους, Αντόνιο — (Stradivarius). Ιταλός οργανοποιός (Κρεμόνα 1643 – 1737), γνωστός και με το επώνυμο Στραντιβάρι. Από αριστοκρατική οικογένεια, αφοσιώθηκε στην κατασκευή μουσικών οργάνων έχοντας ως δάσκαλο τον περίφημο Νικόλα Αμάτι (1596 1684), ανιψιό του Αντρέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”